- ἐντεθρυμμένος
- ἐν-θρύπτωbreak in piecesperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθρύπτω — ἐνθρύπτω και ποιητ. τ. ἐνιθρύπτω (Α) [θρύπτω] βουτώ και λειώνω κάτι σε υγρό, κάνω παπάρα («ἄρτος... ἐν οἴνῳ έντεθρυμμένος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek